το (AM βρῶμα, Μ και βρῶμαν) βιβρώσκω1. τροφή2. λεία, θήραμανεοελλ.1. δόλωμα2. διάβρωση, αποσύνθεσηαρχ.1. πληγή, καρκίνωμα2. οπή, κουφάλα του δοντιού.