κουφάλα
From LSJ
η (Μ κουφάλα)
κοίλωμα, βαθούλωμα σε κορμό δέντρου ή σε βράχο
νεοελλ.
1. κοιλότητα του δοντιού η οποία προέρχεται από τερηδόνα
2. γυναίκα του δρόμου, πόρνη
μσν.
υπόγεια σήραγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κούφος (Ι) + -άλα (πρβλ. κρεμ-άλα, φουσκ-άλα)].