ανθρωπεύω

Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀνθρωπεύομαι)
νεοελλ.
1. εξανθρωπίζομαι, μαθαίνω να συμπεριφέρομαι κόσμια, ευπρεπίζομαι, αποκτώ το ήθος και τους τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου
2. (για πράγματα) συγυρίζομαι, εξωραΐζομαι
3. (μτβ.) κάνω κάποιον να είναι κόσμιος και ευπρεπής («τον ανθρώπεψε η γυναίκα του»)
αρχ.
ζω σαν άνθρωπος (σε αντιδιαστολή προς τους θεούς ή τα ζώα).