απόσυρση

Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η αποσύρω
1. το να αποσύρει κανείς κάτιαπόσυρση μύνησης»)
2. «απόσυρση νομίσματος» — άρση της νόμιμης κυκλοφορίας του νομίσματος, κατάργηση
3. «απόσυρση αγροτικών προϊόντων» — καταστροφή μέρους της παραγωγής για να μην πέσει η τιμή τους.