άρση

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek Monolingual

η (AM ἄρσις, -εως) αίρω
1. το σήκωμα, η ανύψωση
2. (μετρ.-μουσ.) το αντίθετο της θέσης, η ανύψωση του ποδιού, του χεριού ή του τόνου
αρχ.
1. η ανύψωση, η ανέγερση
2. αυτό που σηκώνει κάποιος, το φορτίο
3. η αφαίρεση, η φθορά, η καταστροφή
4. η άρνηση, η αντίθεση
5. η μετακίνηση, η απομάκρυνση.