ἀστεροφεγγής
English (LSJ)
ές,
A shining with stars, αἰθήρ Orph.H.5.5; νύξ ib.3.3.
German (Pape)
[Seite 375] ές, sternglänzend, Orph. H. 3; Nonn. D. 1, 463.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστεροφεγγής: -ές, ὁ διὰ τῶν ἀστέρων φέγγων, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 3 καὶ 4. 4˙ ὡσαύτως -φᾰνής, ές, Νικ. Δαβ. παράφρ. Γρηγ. Ναζ. σ. 75. 20.
Spanish (DGE)
-ές
brillante de estrellas νύξ IG 10(2).108.3 (II a.C.), cf. Orph.H.3.3, αἰθήρ Orph.H.5.5, κύκλος (Ὀλύμπου) Nonn.D.1.465, cf. 33.371.
Greek Monolingual
ἀστεροφεγγής, -ές (Α)
αυτός που καταυγάζεται από το φως των άστρων.