(AM γδουπῶ, -έω)ηχώ βαριά ή υπόκωφα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. του δουπώ (< δούπος) με αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ-, που οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (βλ. και λ. γδούπος)].