γδουπώ

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM γδουπῶ, -έω)
ηχώ βαριά ή υπόκωφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. του δουπώ (< δούπος) με αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ-, που οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (βλ. και λ. γδούπος)].