δούπος

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269

Greek Monolingual

ο (AM δούπος)
βαρύς, υπόκωφος χτύπος, γδούπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δούπος φέρει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας deup- και το παράγωγο ρήμα δουπώ είναι επιτατικός σχηματισμός (πρβλ. βρομώ - βρόμος). Συνδέεται πιθ. με βαλτοσλαβικές λέξεις, πρβλ. λεττ. dupeties, σερβ. dupiti, με την ίδια περίπου σημασία. Ως β' συνθετικό εμφανίζεται με τη μορφή -γδούπος (βλ. και λ. γδούπος), όπου το συμφωνικό σύμπλεγμα -γδ- θεωρείται εκφραστικό (πρβλ. και τα σημασιολογικώς συγγενή κτύπος, κτυπώ)].