γειτοσύνη

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ἡ,

   A = γειτονία, Str.13.1.22.

Greek (Liddell-Scott)

γειτοσύνη: ης, = γειτονία, Στράβ. 591.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 vecindad entre ciu. διὰ τὴν γειτοσύνην Str.13.1.22.
2 asociación ἐτείμη[σεν] ἡ γ. Εὐτυχιανόν TAM 5.90.3 (II d.C.), γ. τῶν πρ[ωτ] οπυλειτῶν REG 2.1889.24 (Acmonia III d.C.), cf. SEG 28.1062 (Bitinia).

Greek Monolingual

γειτοσύνη, η (Α)
γειτονία (βλ. γειτονιά).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γείτων (-ονος), χωρίς το -ν- του θέματος, κατά τα ουσ. σε -οσύνη].