δεδιότως

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

Adv. of part. pf. δεδιώς,

   A in fear, D.C.42.17, Vett.Val. 238.32, prob. in D.H.11.47.<

German (Pape)

[Seite 534] furchtsam, Dion. Hal. 11, 47; D. C. 42, 17.

Greek (Liddell-Scott)

δεδιότως: ἐπίρρ. τῆς μετοχ. τοῦ πρκμ. δεδιώς, ἐμφόβως, μετὰ φόβου,Διον.Ἁλ. 11.47.

Spanish (DGE)

adv. sobre part. perf. act. de δείδω medrosamente βραδέως μὲν καὶ δ. φθέγγεσθαι Vett.Val.229.1, cf. D.H.11.47, D.C.42.17.3.

Greek Monolingual

δεδιότως (Α)
επίρρ. με φόβο, φοβισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. δεδιώς του παρακμ. δέδια του δείδω (πρβλ. δεδοικότως)].