γνωριμία

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και γνωριμιά και εγνωριμία, η (Μ γνωριμία και γνωριμιά και ἐγνωριμία) γνώριμος
1. το να γνωρίζει κάποιος κάποιον, η κοινωνική σχέση
2. σημάδι για αναγνώριση
νεοελλ.
γνωστό πρόσωπο
μσν.
η γνώση.