γεράνειον

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

[ᾰ], τό, a kind of

   A truffle, Eust.1017.19; = ὕδνον, Thphr. HP1.6.9, ap.Ath.2.62a (om.codd. Thphr.); but dist. from . ib. 1.6.5, ap.Ath.2.61f.

German (Pape)

[Seite 485] τό, nach Theophr. Ath. II, 62 a = ὕδνον.

Greek (Liddell-Scott)

γεράνειον: τό, εἶδος βολβοῦ ἢ ὑπογείου μύκητος, Εὐστ. 1017. 19· διάφορον τοῦ ὕδνου, Θεόφρ. Ι. Φ. 1 6, 5.

Spanish (DGE)

-ου, τό
bot. trufa Thphr.HP 1.6.5, Fr.167, Plin.HN 19.36, Eust.1017.19.

Greek Monolingual

γεράνειον, το (AM) γέρανος
είδος βολβού ή μύκητα.