δεκατόμετρο

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. το υποδεκάμετρο, το ένα δέκατο του μέτρου
2. φρ. α) «τετραγωνικό δεκατόμετρο» — το ένα δέκατο του τετραγωνικού μέτρου
β) «κυβικό δεκατόμετρο» — κύβος με ακμή ενός δεκατομέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Γ. Φίνλαϋ].