γεραιόφρων

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)

   A old of mind, sage, A.Supp.361 (lyr., Burges for γεραφρόνων).

Greek (Liddell-Scott)

γεραιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) γέρων τὰς φρένας, σοφός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ 361, κατὰ Burges ἀντὶ γεραφρόνων· πρβλ. παλαιόφρων.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui a l’esprit d’un vieillard, càd avisé, prudent.
Étymologie: γεραιός, φρήν.

Spanish (DGE)

-ον
venerable en el saber σὺ δὲ παρ' ὀψιγόνου μάθε γ. A.Supp.361.

Greek Monolingual

γεραιόφρων (-όνος), ο, η (Α)
συνετός.