[Seite 520] ὁ, der Bändiger, Poseidon, Pind. Ol. 13, 66.
Greek Monolingual
ο (Α Δαμαῑος) νεοελλ. βιολ.γένος ακάρεων αρχ. Δαμαῑος επίκληση του Ποσειδώνος στην Κόρινθο, ιπποδαμαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίθ. Δαμαίος<(θ.)δαμα- (πρβλ. αόρ. εδάμασα) του ρ. δάμνημι].