και γένωμα, το1. η ωρίμανση τών καρπών2. ο χρόνος κατά τον οποίο γίνεται η ωρίμανση3. η ζύμωση, το ανέβασμα του ψωμιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < γίνω, υποτ. του αορ. Έγινα του ρ. γίνομαι.