ζύμωση

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181

Greek Monolingual

η (Α ζύμωσις) ζυμώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ζυμώνω
νεοελλ.
1
(χημ·) διαδικασία κατά την οποία αναπτύσσονται αέρια και αυτοθέρμανση από τη βραδεία αποσύνθεση οργανικών σωμάτων
2. (βιοχ.) σειρά βιομηχανικών αντιδράσεων, η οποία στα κύτταρα καταλύεται ενζυμικά, απαιτεί ενέργεια και μέσω της οποίας τα κυτταρικά «καύσιμα» (μόρια όπως η γλυκόζη) αποκοδομούνται σε αναεροβίωση.
3. μτφ. πολιτική, κοινωνική κ.λπ. κίνηση ή ενέργεια που προετοιμάζει μια κατάσταση ή ένα γεγονός («οι πολιτικές ζυμώσεις εξελίσσονται αργά»)
αρχ.
φρ. «ζύμωσις ἥπατος» — το πρήξιμο.