γεωμαντεία

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ἡ,

   A geomancy, Varr. ap. Isid.8.9.13: Subst. γεώμαντ-ις, εως, ὁ, Id. ap. Serv.Virg.A.3.359.

Greek (Liddell-Scott)

γεωμαντεία: ἡ, μαντεία ἐκ τῆς γῆς, Varro παρ’ Ἰσιδώρ. Origin. 8. 9, 13.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): lat. geomantia
geomancia Varro en Isid.Etym.8.9.13.

Greek Monolingual

η (Α γεωμαντεία)
είδος μαντευτικής που χρησιμοποιεί ως μέσο τους σχηματισμούς της επιφάνειας της γης.