γεωτρύπανο

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
εργαλείο με το οποίο εκτελούνται γεωτρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - (< γη) + τρύπανον «τρυπάνι». Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Προμηθεύς.