δελαστρεύς

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A using bait, ἰχθυβολῆες Nic.Th.793.

German (Pape)

[Seite 543] ὁ, p. für δελεαστρεύς, der mit Köder fängt, Nic. Th. 793.

Greek (Liddell-Scott)

δελαστρεύς: έως, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δελεαστρεύς, ὁ λαμβάνων διὰ δελέατος, ἁλιεύς, Νικ. Θ. 793.

Spanish (DGE)

-έως que emplea cebo ἰχθυβολῆες Nic.Th.793.

Greek Monolingual

δελαστρεύς, ο (Α)
αυτός που ψαρεύει χρησιμοποιώντας δολώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δελέαστρον, αντί δελεαστρεύς, για μετρικούς λόγους].