δίπτωτος

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ον,

   A having one form for two cases, A.D.Pron. 91.7.

German (Pape)

[Seite 642] mit zwei Casusendungen, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

δίπτωτος: -ον, ὁ ἔχων δύο πτωτικὰς καταλήξεις, Ἀπολλ. π. Ἀντων. 6. 116.

Spanish (DGE)

-ον
gram. que tiene dos casos o terminaciones op. οὐκέτι ἐγκλινόμενος A.D.Pron.91.7, δίπτωτον δέ ἐστι τὸ ἔχον δύο πτώσεις, οἷον τὸ χρέος τοῦ χρέους, τὸ χρέος ὦ χρέος op. μονόπτωτος ‘invariable’ Sch.D.T.231.8, cf. EM 814.31G., Diom.309.14, Donat.377, Seru.4.433.30, Consentius 351.21, Priscian.Inst.5.76, Pomp.Gram.184.37, Isid.Etym.1.7.33.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίπτωτος, -ον)
1. (για ονόματα) αυτός που έχει μόνο δύο πτωτικές καταλήξεις
2. (για ρήμα) αυτό που συντάσσεται με δύο αντικείμενα σε διαφορετικές πτώσεις («δίδωμί τινί τι, ἀκούω τινός τι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + πτωτός (πρβλ. αμετάπτωτος, άπτωτος)].