ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
-η, -ο (AM ἄπτωτος, -ον)1. αυτός που δεν έχει πέσει ή δεν υπόκειται σε πτώση2. γραμμ. αυτός που δεν έχει πτώσεις, ο άκλιτος.