ατος, τό,
A that which is spun, a thread, Pl.Plt.309b.
διάνημα: τὸ κλωσθέν, κλωστή, νῆμα, Πλάτ. Πολιτ. 309Β.
-ματος, τό entramado fig., Pl.Plt.309b.
διάνημα, το (Α) διανέω1. η κλώση, το κλώσιμο2. η κλωστή, το νήμα.