δευτερεία

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

δευτερεῑα, τα (ενν. ἆθλα) (Α)
1. το δεύτερο βραβείο σε αγώνα
2. η δεύτερη θέση, η δεύτερη σειρά σε κατάταξη.