κατάταξη

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

η (AM κατάταξις) κατατάσσω
1. τοποθέτηση κάθε πράγματος στην κατάλληλη θέση, τακτοποίηση
2. η τοποθέτηση πραγμάτων κατά είδη ή ποιότητες («κατάταξη εμπορευμάτων»)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) η εγγραφή προσώπου σε ορισμένη σειρά σε κάποιο κατάλογο, η υπαγωγή του σε ορισμένη κλάση («φορολογική κατάταξη»)
2. (επιστημολογία) η ταξινόμηση τών επιμέρους όντων, μορφών ή γνώσεων στην κλίμακα που απαρτίζεται με τη διαίρεση του πλάτους τών εννοιών από το ανώτατο και γενικότατο σχήμα ώς το κατώτατο και ειδικό, π.χ. στη ζωολογία ή τη βοτανική η ταξινόμηση σε βασίλειο, κλάση, τάξη, οικογένεια, γένος είδος κ.λπ.
3. στρ. η ένταξη στρατευσίμου στη δύναμη μιας μονάδας του στρατεύματος
4. φρ. α) εκκλ. «κατάταξη μεταξύ τών αγίων» — αγιοποίηση ενός προσώπου, ένταξή του μεταξύ τών άλλων αγίων της εκκλησίας
β) (νομ.) «κατάταξη δανειστών» — ο καθορισμός της σειράς τών δανειστών στη διανομή του εκπλειστηριάσματος, όταν αυτό δεν επαρκεί για την εξόφληση όλων τών δανειστών
αρχ.
1. ανάταξη, ανατοποθέτηση εξαρθρωμένου μέλους του σώματος ή σπασμένου οστού στη φυσιολογική θέση του
2. πέψη, χώνευση, αφομοίωση («τροφῆς κατάταξις», Κλήμ. Αλ.)
3. επιγρ. κανονισμός.