διαφώτιση

Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM διαφώτισις)
διευκρίνηση, διασάφηση
νεοελλ.
διαφωτισμός
μσν.
φώτισηιδού με την διαφώτισιν του νου να καταπιάνης να βρης πολλές τες μαστοριές», Μαρίνος Φαλιέρος).