διασάφηση
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Greek Monolingual
η (AM διασάφησις, -εως) διασαφώ
νεοελλ.
1. η εξήγηση, το να καταστεί σαφές κάτι
2. γραπτή λεπτομερής καταγραφή εμπορευμάτων που υποβάλλει ο έμπορος στις τελωνειακές αρχές
αρχ.-μσν.
εξήγηση, ερμηνεία (κειμένου, ονείρου, κ.λπ.).