διαφώτισις
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
-εως, ἡ, clearing up, explanation, PGiss.67.14 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
aclaración, explicación, PGiss.67.14 (II d.C.), Ath.Al.M.28.293D.
Greek Monolingual
η (AM διαφώτισις)
διευκρίνηση, διασάφηση
νεοελλ.
διαφωτισμός
μσν.
φώτιση («ιδού με την διαφώτισιν του νου να καταπιάνης να βρης πολλές τες μαστοριές», Μαρίνος Φαλιέρος).