-η, -ο (AM ἐδώδιμος, -η, -ον και -ος, -ον) εδωδήφαγώσιμος («εδώδιμος καρπός»)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εδώδιματα τρόφιμααρχ.μαγειρεμένος.