εδώδιμος

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐδώδιμος, -η, -ον και -ος, -ον) εδωδή
φαγώσιμοςεδώδιμος καρπός»)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εδώδιμα
τα τρόφιμα
αρχ.
μαγειρεμένος.