εδωδή

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

ἐδωδή, η (Α)
1. τροφή, φαγητό
2. γεύμα
3. το να τρώει ή να μπορεί να φάει κάποιος
4. το δόλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αναδιπλασιασμένος τ. < έδω, με εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας (πρβλ. αγωγή)].