εισχωρώ

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM εἰσχωρῶ, -έω)
μπαίνω σε κάτι
νεοελλ.
1. προχωρώ στο εσωτερικό, βυθίζομαι
2. διαδίδομαι, εξαπλώνομαι
3. μπαίνω κάπου κρυφά ή με δυσκολία.