δισθανής

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ές,

   A twice dead, Od.12.22.

German (Pape)

[Seite 642] ές, zweimal sterbend, Od. 12, 22, ἅπαξ εἰρημ., vgl. Scholl.

Greek (Liddell-Scott)

δισθανής: -ές, δὶς ἀποθανών, Ὀδ. Μ. 22.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui meurt deux fois.
Étymologie: δίς, θνῄσκω.

Spanish (DGE)

(δισθᾰνής) -ές

• Morfología: [ép. plu. δισθανέες Od.12.22]
que muere dos veces, Od.l.c.

Greek Monolingual

δισθανής, -ές (Α)
αυτός που πήγε δύο φορές στον κάτω κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + -θανής < (θ.) θαν-(έθανον)].