εἰσκέλλω

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

intr.,

   A put to land, ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ar.Th.877.

German (Pape)

[Seite 743] hineintreiben; intrans., σκάφει, darin anlanden, Ar. Th. 877.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσκέλλω: μέλλ. -κέλσω, ἀμετάβ., προσορμίζομαι, ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ἀριστοφ. Θεσμ. 877.

Spanish (DGE)

arribar ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ar.Th.877.

Greek Monolingual

εἰσκέλλω (Α)
αράζω, προσορμίζομαι.