αράζω
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
Greek Monolingual
(I)
αράσσω
1. προσορμίζω πλοίο
2. προσορμίζομαι, προσεγγίζω
αγκυροβολώ
3. καταλήγω κάπου μετά από περιπλάνηση
4. φρ. «την άραξα» — κάθισα αναπαυτικά, βολεύτηκα.
(II)
ἀράζω κ. ἀρράζω (Α)
(για σκύλο) γαυγίζω, γρυλλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. με την οποία αποδόθηκε το γαύγισμα του σκύλου (βλ. και αρρηνής). Παρά τις διαφορετικές της χρήσεις η λ. συνδέεται με τα άραβος και άραδος].