εἰσκέλλω

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσκέλλω Medium diacritics: εἰσκέλλω Low diacritics: εισκέλλω Capitals: ΕΙΣΚΕΛΛΩ
Transliteration A: eiskéllō Transliteration B: eiskellō Transliteration C: eiskello Beta Code: ei)ske/llw

English (LSJ)

intr., put to land, ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ar.Th.877.

Spanish (DGE)

arribar ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ar.Th.877.

German (Pape)

[Seite 743] hineintreiben; intrans., σκάφει, darin anlanden, Ar. Th. 877.

Russian (Dvoretsky)

εἰσκέλλω: (aor. εἰσέκελσα) причаливать, приставать (χώραν τινὰ σκάφει Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσκέλλω: μέλλ. -κέλσω, ἀμετάβ., προσορμίζομαι, ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ἀριστοφ. Θεσμ. 877.

Greek Monolingual

εἰσκέλλω (Α)
αράζω, προσορμίζομαι.