δυσπρεπής

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ές,

   A base, undignified, E.Hel.300.

German (Pape)

[Seite 688] ές, unschicklich, Eur. Hel. 307.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρεπής: -ές, ἀπρεπής, ἀναξιοπρεπής, Εὐρ. Ἑλ. 300.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
indécent, inconvenant.
Étymologie: δυσ-, πρέπω.

Spanish (DGE)

-ές
1 indigno, inconveniente ἀγχόναι ... κἀν τοῖσι δούλοις δυσπρεπὲς νομίζεται E.Hel.300.
2 feo, deforme Hsch.

Greek Monolingual

δυσπρεπής, -ές (Α)
αναξιοπρεπής.