ἐγκατακρούω

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

χορείαν τοῖς μύσταις

   A tread a measure among them, Ar.Ra.330.

German (Pape)

[Seite 705] (s. κρούω), darin niederstampfen, Sp.; χορείαν ποδί, den Tanz mit dem Fuße stampfen, Ar. Ran. 331.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατακρούω: καρφώνω, ἥλους Κλήμ. Ἀλ. 240. 2) ἐγκ. χορείαν τοῖς μυσταις, κτυπῶ τὸ μέτρον τοῦ χοροῦ (διὰ τοῦ ποδὸς ἢ ἄλλως) ἐν τοῖς μύσταις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 330.

French (Bailly abrégé)

1 heurter parmi;
2 enfoncer en frappant.
Étymologie: ἐν, καρδία.

Spanish (DGE)

1 golpear el suelo ἐγκατακρούων ποδὶ ... μύσταις χορείαν para marcar el ritmo de la danza, Ar.Ra.330.
2 clavar dentro mediante golpes, incrustar τοὺς ἥλους ... τοῖς καττύμασιν ἐ. clavar clavos en las suelas de los zapatos Clem.Al.Paed.2.11.116.

Greek Monolingual

ἐγκατακρούω (AM)
1. καρφώνω
2. χτυπώ κρατώντας το μέτρο του χορού.