ἐμπόρπημα

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A garment secured by a brooch, Hsch.

German (Pape)

[Seite 817] τό, ein Gewand, das mit Spangen über den Schultern befestigt wird, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπόρπημα: τό, «ὑφάσματος εἶδος» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 vestido sujeto con un broche a modo de clámide, glos. a ἄλλιξ EM α 902, cf. Hsch.
2 broche o fíbula ἐ. δὲ ἡ ἄνω τῆς χλανίδος σύνδεσις Lex.Patm.153.

Greek Monolingual

ἐμπόρπημα, το (Α)
ρούχο, φόρεμα που κούμπωνε και στερεωνόταν με πόρπη.