εμπορομπακάλης

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
έμπορος που κάνει χοντρικό εμπόριο, που αγοράζει και πουλάει σε μεγάλες ποσότητες εδώδιμα και αποικιακά προϊόντα.