ἑλίγδην

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

Adv., (ἑλίσσω)

   A whirling, rolling, A.Pr.882 (anap.); cf. εἱλίγδην.

German (Pape)

[Seite 797] gewunden, Aesch. Prom. 884.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλίγδην: ἐπίρρ. (ἑλίσσω) περιστοφάδην, τροχοδινεῖται δ’ ὄμμαθ’ ἑλίγδην Αἰσχύλ. Πρ. 882.

French (Bailly abrégé)

adv.
en roulant dans leurs orbites en parl. d’yeux égarés.
Étymologie: ἑλίσσω.

Spanish (DGE)

adv. en círculo τροχοδινεῖται δ' ὄμμαθ' ἑ. A.Pr.882; cf. εἱλίγδην.

Greek Monolingual

ἑλίγδην)
επίρρ. με περιστροφική κίνηση
νεοελλ.
φρ. «ελίγδην πλους» — πλους με ελιγμούς για την αποφυγή υποβρυχιακών επιθέσεων.