ελίγδην

From LSJ

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source

Greek Monolingual

ἑλίγδην)
επίρρ. με περιστροφική κίνηση
νεοελλ.
φρ. «ελίγδην πλους» — πλους με ελιγμούς για την αποφυγή υποβρυχιακών επιθέσεων.