ἐνδέμω

Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

   A wall up, τὰς διασφάγας Hdt.3.117.    II build in a place, τρεῖς μέν οἱ πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται Theoc.17.82:—Med., build or make for oneself in, κοῖτον θάμνῳ Nic.Th.419.

German (Pape)

[Seite 832] (s. δέμω), darin bauen, ἐνδέδμηνται Theocr. 17, 82; verbauen, τὰς διασφαγὰς ἐνδείμας Her. 3, 117. – Med., Nic. Th. 419.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδέμω: ἐμφράττω διὰ τοίχου ἢ ἄλλως, τὰς διασφάγας τῶν οὐρέων ἐνδείμας ὁ βασιλεὺς Ἡρόδ. 3. 117. ΙΙ. κτίζω ἐντός τινος τόπου, τρεῖς οἱ πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται Θεόκρ. 17. 82: - Μέσ., κτίζω, κατασκευάζω, δι’ ἐμαυτόν τι ἔν τινι τόπῳ, κοῖτον βαθεῖ ἐνεδείματο θάμνῳ Νίκανδρ. Θηρ. 419.

French (Bailly abrégé)

fortifier, munir de constructions, acc..
Étymologie: ἐν, δέμω.

Spanish (DGE)

1 tapiar τὰς διασφάγας τῶν ὀρέων ἐνδείμας habiendo tapiado los desfiladeros de las montañas Hdt.3.117.
2 construir en, edificar en en v. pas., c. dat. τρεῖς μέν οἱ (Αἰγύπτῳ) πολίων ἑκατοντάδες ἐνδέδμηνται Theoc.17.82.
3 en v. med. construirse en c. ac. y dat. κοῖτον δὲ βαθεῖ ἐνεδείματο θάμνῳ Nic.Th.419.

Greek Monolingual

ἐνδέμω (Α)
1. φράζω με κτίσμα
2. οικοδομώ, χτίζω σ' έναν τόπο.