δυσθυμικός

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ή, όν,

   A melancholy, Arist.Phgn.813a33.

German (Pape)

[Seite 681] ή, όν, zum Mißmuthe geneigt, Arist. Physiogn. 6.

Greek (Liddell-Scott)

δυσθῡμικός: -ή, -όν, μελαγχολικός, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 50.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
depresivo, tendente al desánimo Arist.Phgn.813a33.

Greek Monolingual

δυσθυμικός, -ή, -όν (Α)
επιρρεπής στη δυσθυμία, μελαγχολικός.