ψάρος

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

or ψᾶρος, ὁ,

   A = ψάρ, Arist.HA617b26; gen. pl. ψάρων Gal. 6.435.

German (Pape)

[Seite 1391] ὁ, = Vor.; Arist. H. A. 9, 26; s. Jacobs Ael. H. A. 16, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ψάρος: ἢ ψᾶρος, ὁ, = ψάρ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 26.

Greek Monolingual

ή ψᾱρος, ὁ, Α
1. το πτηνό ψαρ
2. είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. θεματικός τ. του ψάρ].