εκβιασμός

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
η χρησιμοποίηση βίας, απειλών ή η σκόπιμη παράλειψη οφειλόμενων ενεργειών ώστε εκείνος ο οποίος υφίσταται τον εκβιασμό να εξαναγκαστεί χωρίς ελευθερία βουλήσεως να εξυπηρετήσει αθέμιτους σκοπούς του εκβιαστή.