διάνυσμα

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ατος, τό, = foreg. 1,

   A δ. ἡμερήσιον Plb.9.14.8: pl., ib. 15.3.

German (Pape)

[Seite 593] τό, das Vollendete, bes. eine vollendete Reise, Pol. 9, 13, 15.

Greek (Liddell-Scott)

διάνυσμα: τό, ἡ συντελεσθεῖσα πορεία, Πολύβ. 9. 13, 6.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
distancia recorrida, etapa τούτων (τῶν πορειῶν) Plb.9.13.6, δ. ἡμερήσιον Plb.9.14.8, καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν Plb.9.15.3.

Greek Monolingual

το (Α διάνυσμα) διανύω
νεοελλ.
μαθ. βλ. άνυσμα
αρχ.
η απόσταση που διανύθηκε.