διάνυσμα

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάνῠσμα Medium diacritics: διάνυσμα Low diacritics: διάνυσμα Capitals: ΔΙΑΝΥΣΜΑ
Transliteration A: diánysma Transliteration B: dianysma Transliteration C: dianysma Beta Code: dia/nusma

English (LSJ)

-ατος, τό, = διάνυσις (distance traversed, accomplishment) 1, δ. ἡμερήσιον Plb. 9.14.8 ; pl., ib. 15.3.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
distancia recorrida, etapa τούτων (τῶν πορειῶν) Plb.9.13.6, δ. ἡμερήσιον Plb.9.14.8, καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν Plb.9.15.3.

German (Pape)

[Seite 593] τό, das Vollendete, bes. eine vollendete Reise, Pol. 9, 13, 15.

Russian (Dvoretsky)

διάνυσμα: ατος τό совершаемый или совершенный путь, переход (τὰ διανύσματα καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

διάνυσμα: τό, ἡ συντελεσθεῖσα πορεία, Πολύβ. 9. 13, 6.

Greek Monolingual

το (Α διάνυσμα) διανύω
νεοελλ.
μαθ. βλ. άνυσμα
αρχ.
η απόσταση που διανύθηκε.