ὑποπνεῖ, βδεῖ, Hsch. ψίγναι, αἱ,
A = τρίχες, Id. ψίδες· ψιάδες, ψακάδες, Id.
Α(κατά τον Ησύχ.) «ὑποπνεῑ, βδεῑ περδεῑ».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. βδέω.