ψιβδεῖ

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ὑποπνεῖ, βδεῖ, Hsch. ψίγναι, αἱ,

   A = τρίχες, Id. ψίδες· ψιάδες, ψακάδες, Id.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὑποπνεῑ, βδεῑ περδεῑ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. βδέω.