-ή, -ό, Ν ψιθυρίζω1. αυτός που ψιθυρίζεται, που λέγεται χαμηλόφωνα2. μτφ. (για φήμη ή γνώμη ή ιδέα) αυτός που διαδίδεται αφανώς, χωρίς να γίνεται άμεσα αντιληπτός. επίρρ...ψιθυριστά Νχαμηλόφωνα, μουρμουριστά.