ψόμμος

Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ἀκαθαρσία, καπνός, Hsch.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀκαθαρσία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψόλος (Ι) και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς τη λ. ψάμμος.———————— (II)
ὁ, Α
(αιολ. τ.) βλ. ψάμμος.